Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΛΟΡΝΑ
Le silence de Lorna
Σκηνοθεσία: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Σενάριο: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Παίζουν: Αrta Dobroshi, (Lorna)
Jérémie Renier, Fabrizio Rongione, Alban Ukaj, Morgan Marinne, Olivier Gourmet
Διάρκεια: 105΄
Γλώσσα: Γαλλικά, Αλβανικά, Ρώσικα
Παραγωγή: Archipel 35, Les Films du Fleuve, Arte France Cinéma, Lucky Red (IT), RTBF
Διεθνής εκμετάλλευση:CelluloidDreams
Βραβεία / διακρίσεις:
Βραβείο Luxτου Ευρωπαικού Κοινοβουλίου 2008
Βραβείο καλύτερου σεναρίου στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Συμμετοχή του Βελγίου στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Σύνοψη:
Η Λόρνα είναι μια μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στη Λιέγη. Ονειρεύεται να ανοίξει κάποια μέρα ένα μαγαζί με τον άντρα που αγαπάει. Ο μόνος τρόπος για να μαζέψει τα απαραίτητα χαρτιά είναι ένας λευκός γάμος. Κάπως έτσι, χτυπά την πόρτα ενός μαφιόζου της περιοχής που στήνει ένα σχέδιο: Η Λόρνα παντρεύεται τον Κλωντύ, ένα νεαρό ναρκομανή που δέχτηκε το γάμο για να κερδίσει κάποια χρήματα, δεν ξέρει όμως πως αυτός αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Η Λόρνα έχει συμφωνήσει στο να κρατήσει το στόμα της κλειστό όταν η Μαφία της περιοχής θα σκηνοθετήσει το θάνατο του Κλωντύ και στο να παντρευτεί ξανά ένα Ρώσο αρχιμαφιόζο που θέλει κι αυτός με τη σειρά του να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα. Τα πράγματα όμως δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Κλωντύ σιγά σιγά εκδηλώνει την επιθυμία του να αποτοξινωθεί και η Λόρνα, που ήδη βασανίζεται από ενοχές, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει και σιγά σιγά μεταστρέφεται, ακόμα και όταν η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό της.
Βιογραφικό των σκηνοθετών
Οι αδερφοί Jean-Pierre και LucDardenne γεννήθηκαν στην επαρχία της Λιέγης του Βελγίου. Πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στο Seraing, μια κωμόπολη κοντά στην πόλη της Λιέγης. Ο Jean-Pierre, που γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1951 σπούδασε θέατρο, ενώ ο Luc, γεννημένος στις 20 Μαρτίου του 1954 σπούδασε φιλοσοφία. Τη δεκαετία του '70 ξεκίνησαν την παραγωγή ντοκιμαντέρ, που διαπραγματεύονταν θέματα κοινωνικού - ιστορικού ενδιαφέροντος: η επανάσταση των Πολωνών, η Αντίσταση των Βέλγων κατά τη διάρκεια του Β'.Π.Π., η γενική απεργία του 1960... Το 1975 ίδρυσαν τη δική τους εταιρεία παραγωγής Derives, που στήριξε την παραγωγή εξήντα συνολικά ταινιών τεκμηρίωσης.( Ντοκιμαντέρ) Το 1987 στρέφονται στη μυθοπλασία. Η πρώτη τους ταινία είναι το Falsch, ενώ πέντε χρόνια αργότερα ακολουθεί το «Jepenseavous». Η αναγνώριση όμως έρχεται το 1996, με την ταινία «Lapromesse» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Η υπόσχεση»). Εν τω μεταξύ, ιδρύουν μια νέα εταιρία παραγωγής με το όνομα «LesfilmsduFleuve» Το 1998, η «Ροζέττα» τους κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και χρίζεται η πρώτη βελγική ταινία που το καταφέρνει αυτό (μάλιστα η πρωταγωνίστριά τους, EmilieDequenne, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση σε ταινία, κέρδισε το βραβείο A! Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της). Το 2002 γυρίζουν το «Lefils» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος»), άλλο ένα δράμα για τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην επαρχία του Βελγίου, που διακρίθηκε και πάλι στις Κάννες με το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού για τον OlivierGourmet. Το 2005, η ταινία τους «L' enfant» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος») κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών,
Η δήλωση των σκηνοθετών:
«Είναι μια ταινία για μια νέα γυναίκα που έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη, κι όμως συνεχίζει να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά. Διατηρεί μια θρησκευτική πίστη απέναντι σε όλα τα πράγματα, ακόμα και αν ο Θεός είναι νεκρός. Πώς μπορεί μια γυναίκα που δεν πιστεύει στο Θεό να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά; Από πού πηγάζει αυτή η τρελή ελπίδα; Είναι παράξενη, είναι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας πάντα κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα.
[...] Τη Λόρνα την παίζει η Άρτα Ντομπρόσι. Ένας από τους βοηθούς μας ανέλαβε να ξεκινήσει μια οντισιόν για εκατό ηθοποιούς, επαγγελματίες και μη, στην Πρίστινα, τα Σκόπια και τα Τίρανα. Την είχαμε δει σε μια Αλβανική ταινία δύο εβδομάδες νωρίτερα. Πήγαμε να τη βρούμε στο Σεράγεβο, όπου ζούσε, και την τραβήξαμε με μίνι DV για μια ολόκληρη μέρα. Την τραβούσαμε ενώ περπατούσε, ενώ έτρεχε, ενώ τραγουδούσε, και τη βάλαμε να παίξει και σκηνές παρεμφερείς με αυτές της ταινίας. Στη συνέχεια, ήρθε στη Λιέγη και την κινηματογραφήσαμε να παίζει με τους Ζερεμί Ρενιέ και Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε. 'Ήταν απίστευτα όμορφη και φυσική. Το απόγευμα, λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για το Σεράγεβο, της είπαμε πως την έχουμε επιλέξει για το ρόλο της Λόρνα, και πως θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στο Βέλγιο λίγους μήνες πριν από τα γυρίσματα για τις πρόβες και για να μάθει γαλλικά. [...] Πέρα από τη δραματική πτυχή της ιστορίας, η ταινία έχει και μια αισθαντικότητα που τη χρωστάμε στην Άρτα. Το πρόσωπό της, η φωνή της, ο τρόπος που κινείται, η προφορά με την οποία μιλά γαλλικά... Θα φταίει βέβαια και η δική μας κάμερα που βλέπει έτσι τα πράγματα, γιατί η ταινία μιλά επίσης και για μια ερωτική ιστορία.
Διεθνή media:
«Η ερμηνεία της Ντομπρόσι ανταποκρίνεται πλήρως στην πρόκληση του ρόλου. Είναι αβίαστη, αλλά αφοσιωμένη, και σε κάνει να αισθάνεσαι συμπάθεια για μια γυναίκα που έχει συνηγορήσει με προθυμία για μια αλληλουχία φρικτών καθηκόντων. [...] Η σιωπή της Λόρνα σε χτυπά στο πρόσωπο σαν ένα χαστούκι που σου χρειάζεται για να σε επαναφέρει ξανά στην πραγματικότητα... Μια δυνατή ταινία από δυνατούς σκηνοθέτες...».
(JamesRocchi, Cinematical)
«Το πώς η σιωπή της Λόρνα την εμπλέκει στο τι θα ακολουθήσει, παρά τις καλές της προθέσεις, επιβεβαιώνει την απροκάλυπτη μαεστρία των αδερφών Νταρντέν να ενορχηστρώνουν μεγάλα δράματα, την αναγνώριση των ξαφνικών, βίαιων τρόπων με τους οποίους η ζωή και οι προσδοκίες ενός ανθρώπου μπορούν να έρθουν τα πάνω κάτω [...]. Μπορεί η ταινία να μην έχει τις δραματικές εντάσεις του προηγούμενου έργου τους, αλλά οι χαμηλοί τόνοι, η άψογα οργανωμένη δομή και η υποδειγματική ερμηνεία της σχετικά νεοφερμένης στο χώρο Άρτα Ντομπρόσι, θα ξεσηκώσει το ενδιαφέρον των arthouse κινηματογράφων και θα κερδίσει την αποδοχή των διεθνών φεστιβάλ».
(JustinChang, Variety)
«Οι αδερφοί Νταρντέν συνεχίζουν την αξιοθαύμαστη σειρά ταινιών τους, μετά το βραβευμένο με το Χρυσό Φοίνικα “Το παιδί”, το 2005».
Ένα Σχόλιο με αφορμή την ταινία :
Αναζητώντας έναν Ντοστογιέφσκι για τον κινηματογράφο του εικοστού πρώτου αιώνα:
Κάπως έτσι φτάνει κανείς και στους αδερφούς Νταρντέν και το έργο τους. Η κάμερά τους, σαν όπλο που σημαδεύει, στρέφεται σε άλλο ένα έγκλημα και την τιμωρία του. Ένα έγκλημα της διπλανής πόρτας, που το ακολουθεί μια τιμωρία που δεν επιβάλλεται από έναν εξωτερικό παράγοντα, αλλά έρχεται από μέσα, από τα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης. Το έγκλημα, η σύγκρουση, η ηθική κρίση, η συγχώρεση, ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τις αποφάσεις που πήρε και με τις αποφάσεις που του επιβλήθηκαν, η ανάγκη για απόδραση σε έναν άλλο κόσμο, αυτά είναι τα στοιχεία στα οποία έχουν αδυναμία οι Βέλγοι κινηματογραφιστές και για τα οποία, αντίθετα από ό,τι κάνει η ηρωίδα της τελευταίας τους ταινίας, δεν μπορούν να σιωπήσουν
Στο στόχαστρο μπαίνει η Λόρνα, μια γυναίκα σαν αγριόχορτο, που θα μπορούσε να φυτρώσει οπουδήποτε. Όπως συμβαίνει και με όλες τις ηρωίδες των Νταρντέν, έτσι και η Λόρνα είναι κατά κάποιο τρόπο μια πολεμίστρια. Έχει κουρεμένα τα μαλλιά της κοντά, σαν να θέλει να καταργήσει τη θηλυκότητά της. Δουλεύει σκληρά και συντηρεί όχι μόνο τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά και τον ανήμπορο σύζυγό της. Περνάει τις μέρες της φορώντας στολή εργασίας, έχοντας στο μυαλό της ως έξοδο κινδύνου την προοπτική του να κάνει μια μέρα τη δική της επιχείρηση. Είναι μετανάστρια, αλλά μιλάει απταίστως τη γλώσσα της χώρας που τη φιλοξενεί (όσο κι αν μιλάει στη μητρική της γλώσσα στον άνθρωπο που αγαπάει). Έτσι απασχολεί το σώμα και το πνεύμα της. Το σώμα της, όμως, μπορεί να γίνει ένα προϊόν. Στον καπιταλιστικό, «ανεπτυγμένο» κόσμο, το σώμα ενός ανθρώπου γίνεται κιβώτιο: ό,τι και να περιέχει, πωλείται και εξαγοράζεται με τρόπο υπόγειο. Η Λόρνα γίνεται αναλώσιμη, αλλά θέλει να γίνει αιώνια.
Και γίνεται αιώνια, μέσα στο σύμπαν που χτίζουν οι δύο αδερφοί από το Βέλγιο. Η Λόρνα γίνεται πια ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ο κινηματογράφος των αδερφών Νταρντέν, καθαρά ανθρωποκεντρικός, δεν είναι απλώς ένας κινηματογράφος των ηθικών διλημμάτων. Οι σκηνοθέτες δεν μιλούν απλώς για μια κοινωνία που σπάει τους κώδικες της ηθικής της. Συλλαμβάνουν εικόνες ενός κόσμου που έχει προ πολλού ξεχάσει το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ένας κόσμος α-ήθης, κι όχι ανήθικος. Οι άνθρωποι είναι ικανοί και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και ενώ ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν το πρώτο, επιλέγουν στο τέλος το δεύτερο. Κανείς δεν είναι γνήσια κακός ή γνήσια καλός -αλλά σημασία έχει το να διαλέξεις πλευρά. Η Λόρνα, παγιδευμένη ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά, δε διαλέγει. Αισθάνεται πιόνι στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου παιχνιδιού. Γι΄αυτό και όταν αποφασίζει να ξεφύγει από αυτό, παίρνει ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Στρέφεται μέσα της, στην κοιλιά της, και μαζί στρέφεται σε μια άγνωστη δύναμη μακριά από αυτήν, στον ουρανό, σαν να περιμένει έναν από μηχανής θεό που έτσι κι αλλιώς εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να δούμε.
Αυτό το κομμάτι που δεν μπορούμε να δούμε, αυτό μεταφράζουν οι σκηνοθέτες στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αν ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει ένας καθρέφτης που αντανακλά την κοινωνία, οι αδερφοί από το Βέλγιο έχουν βρει τον τρόπο να το κάνουν αυτό, καθρεφτίζοντας μαζί και τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής. Οι ήρωές τους, σκληροί εξαιτίας του κοινωνικού τους περιγύρου, γίνονται λείες επιφάνειες, καθρέφτες όπου μπορούμε και εμείς να δούμε το παραμορφωμένο μας πρόσωπο. Και ας μην μπορούμε να αρθρώσουμε κουβέντα. Καμιά φορά είναι ο ήχος της σιωπής που ακούγεται δυνατότερα.
Η έξοδος της στις αίθουσες έχει προγραμματιστεί για τις 11.12.2008
Σκηνοθεσία: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Σενάριο: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Παίζουν: Αrta Dobroshi, (Lorna)
Jérémie Renier, Fabrizio Rongione, Alban Ukaj, Morgan Marinne, Olivier Gourmet
Διάρκεια: 105΄
Γλώσσα: Γαλλικά, Αλβανικά, Ρώσικα
Παραγωγή: Archipel 35, Les Films du Fleuve, Arte France Cinéma, Lucky Red (IT), RTBF
Διεθνής εκμετάλλευση:CelluloidDreams
Βραβεία / διακρίσεις:
Βραβείο Luxτου Ευρωπαικού Κοινοβουλίου 2008
Βραβείο καλύτερου σεναρίου στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Συμμετοχή του Βελγίου στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Σύνοψη:
Η Λόρνα είναι μια μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στη Λιέγη. Ονειρεύεται να ανοίξει κάποια μέρα ένα μαγαζί με τον άντρα που αγαπάει. Ο μόνος τρόπος για να μαζέψει τα απαραίτητα χαρτιά είναι ένας λευκός γάμος. Κάπως έτσι, χτυπά την πόρτα ενός μαφιόζου της περιοχής που στήνει ένα σχέδιο: Η Λόρνα παντρεύεται τον Κλωντύ, ένα νεαρό ναρκομανή που δέχτηκε το γάμο για να κερδίσει κάποια χρήματα, δεν ξέρει όμως πως αυτός αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Η Λόρνα έχει συμφωνήσει στο να κρατήσει το στόμα της κλειστό όταν η Μαφία της περιοχής θα σκηνοθετήσει το θάνατο του Κλωντύ και στο να παντρευτεί ξανά ένα Ρώσο αρχιμαφιόζο που θέλει κι αυτός με τη σειρά του να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα. Τα πράγματα όμως δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Κλωντύ σιγά σιγά εκδηλώνει την επιθυμία του να αποτοξινωθεί και η Λόρνα, που ήδη βασανίζεται από ενοχές, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει και σιγά σιγά μεταστρέφεται, ακόμα και όταν η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό της.
Βιογραφικό των σκηνοθετών
Οι αδερφοί Jean-Pierre και LucDardenne γεννήθηκαν στην επαρχία της Λιέγης του Βελγίου. Πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στο Seraing, μια κωμόπολη κοντά στην πόλη της Λιέγης. Ο Jean-Pierre, που γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1951 σπούδασε θέατρο, ενώ ο Luc, γεννημένος στις 20 Μαρτίου του 1954 σπούδασε φιλοσοφία. Τη δεκαετία του '70 ξεκίνησαν την παραγωγή ντοκιμαντέρ, που διαπραγματεύονταν θέματα κοινωνικού - ιστορικού ενδιαφέροντος: η επανάσταση των Πολωνών, η Αντίσταση των Βέλγων κατά τη διάρκεια του Β'.Π.Π., η γενική απεργία του 1960... Το 1975 ίδρυσαν τη δική τους εταιρεία παραγωγής Derives, που στήριξε την παραγωγή εξήντα συνολικά ταινιών τεκμηρίωσης.( Ντοκιμαντέρ) Το 1987 στρέφονται στη μυθοπλασία. Η πρώτη τους ταινία είναι το Falsch, ενώ πέντε χρόνια αργότερα ακολουθεί το «Jepenseavous». Η αναγνώριση όμως έρχεται το 1996, με την ταινία «Lapromesse» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Η υπόσχεση»). Εν τω μεταξύ, ιδρύουν μια νέα εταιρία παραγωγής με το όνομα «LesfilmsduFleuve» Το 1998, η «Ροζέττα» τους κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και χρίζεται η πρώτη βελγική ταινία που το καταφέρνει αυτό (μάλιστα η πρωταγωνίστριά τους, EmilieDequenne, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση σε ταινία, κέρδισε το βραβείο A! Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της). Το 2002 γυρίζουν το «Lefils» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος»), άλλο ένα δράμα για τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην επαρχία του Βελγίου, που διακρίθηκε και πάλι στις Κάννες με το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού για τον OlivierGourmet. Το 2005, η ταινία τους «L' enfant» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος») κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών,
Η δήλωση των σκηνοθετών:
«Είναι μια ταινία για μια νέα γυναίκα που έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη, κι όμως συνεχίζει να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά. Διατηρεί μια θρησκευτική πίστη απέναντι σε όλα τα πράγματα, ακόμα και αν ο Θεός είναι νεκρός. Πώς μπορεί μια γυναίκα που δεν πιστεύει στο Θεό να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά; Από πού πηγάζει αυτή η τρελή ελπίδα; Είναι παράξενη, είναι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας πάντα κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα.
[...] Τη Λόρνα την παίζει η Άρτα Ντομπρόσι. Ένας από τους βοηθούς μας ανέλαβε να ξεκινήσει μια οντισιόν για εκατό ηθοποιούς, επαγγελματίες και μη, στην Πρίστινα, τα Σκόπια και τα Τίρανα. Την είχαμε δει σε μια Αλβανική ταινία δύο εβδομάδες νωρίτερα. Πήγαμε να τη βρούμε στο Σεράγεβο, όπου ζούσε, και την τραβήξαμε με μίνι DV για μια ολόκληρη μέρα. Την τραβούσαμε ενώ περπατούσε, ενώ έτρεχε, ενώ τραγουδούσε, και τη βάλαμε να παίξει και σκηνές παρεμφερείς με αυτές της ταινίας. Στη συνέχεια, ήρθε στη Λιέγη και την κινηματογραφήσαμε να παίζει με τους Ζερεμί Ρενιέ και Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε. 'Ήταν απίστευτα όμορφη και φυσική. Το απόγευμα, λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για το Σεράγεβο, της είπαμε πως την έχουμε επιλέξει για το ρόλο της Λόρνα, και πως θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στο Βέλγιο λίγους μήνες πριν από τα γυρίσματα για τις πρόβες και για να μάθει γαλλικά. [...] Πέρα από τη δραματική πτυχή της ιστορίας, η ταινία έχει και μια αισθαντικότητα που τη χρωστάμε στην Άρτα. Το πρόσωπό της, η φωνή της, ο τρόπος που κινείται, η προφορά με την οποία μιλά γαλλικά... Θα φταίει βέβαια και η δική μας κάμερα που βλέπει έτσι τα πράγματα, γιατί η ταινία μιλά επίσης και για μια ερωτική ιστορία.
Διεθνή media:
«Η ερμηνεία της Ντομπρόσι ανταποκρίνεται πλήρως στην πρόκληση του ρόλου. Είναι αβίαστη, αλλά αφοσιωμένη, και σε κάνει να αισθάνεσαι συμπάθεια για μια γυναίκα που έχει συνηγορήσει με προθυμία για μια αλληλουχία φρικτών καθηκόντων. [...] Η σιωπή της Λόρνα σε χτυπά στο πρόσωπο σαν ένα χαστούκι που σου χρειάζεται για να σε επαναφέρει ξανά στην πραγματικότητα... Μια δυνατή ταινία από δυνατούς σκηνοθέτες...».
(JamesRocchi, Cinematical)
«Το πώς η σιωπή της Λόρνα την εμπλέκει στο τι θα ακολουθήσει, παρά τις καλές της προθέσεις, επιβεβαιώνει την απροκάλυπτη μαεστρία των αδερφών Νταρντέν να ενορχηστρώνουν μεγάλα δράματα, την αναγνώριση των ξαφνικών, βίαιων τρόπων με τους οποίους η ζωή και οι προσδοκίες ενός ανθρώπου μπορούν να έρθουν τα πάνω κάτω [...]. Μπορεί η ταινία να μην έχει τις δραματικές εντάσεις του προηγούμενου έργου τους, αλλά οι χαμηλοί τόνοι, η άψογα οργανωμένη δομή και η υποδειγματική ερμηνεία της σχετικά νεοφερμένης στο χώρο Άρτα Ντομπρόσι, θα ξεσηκώσει το ενδιαφέρον των arthouse κινηματογράφων και θα κερδίσει την αποδοχή των διεθνών φεστιβάλ».
(JustinChang, Variety)
«Οι αδερφοί Νταρντέν συνεχίζουν την αξιοθαύμαστη σειρά ταινιών τους, μετά το βραβευμένο με το Χρυσό Φοίνικα “Το παιδί”, το 2005».
Ένα Σχόλιο με αφορμή την ταινία :
Αναζητώντας έναν Ντοστογιέφσκι για τον κινηματογράφο του εικοστού πρώτου αιώνα:
Κάπως έτσι φτάνει κανείς και στους αδερφούς Νταρντέν και το έργο τους. Η κάμερά τους, σαν όπλο που σημαδεύει, στρέφεται σε άλλο ένα έγκλημα και την τιμωρία του. Ένα έγκλημα της διπλανής πόρτας, που το ακολουθεί μια τιμωρία που δεν επιβάλλεται από έναν εξωτερικό παράγοντα, αλλά έρχεται από μέσα, από τα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης. Το έγκλημα, η σύγκρουση, η ηθική κρίση, η συγχώρεση, ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τις αποφάσεις που πήρε και με τις αποφάσεις που του επιβλήθηκαν, η ανάγκη για απόδραση σε έναν άλλο κόσμο, αυτά είναι τα στοιχεία στα οποία έχουν αδυναμία οι Βέλγοι κινηματογραφιστές και για τα οποία, αντίθετα από ό,τι κάνει η ηρωίδα της τελευταίας τους ταινίας, δεν μπορούν να σιωπήσουν
Στο στόχαστρο μπαίνει η Λόρνα, μια γυναίκα σαν αγριόχορτο, που θα μπορούσε να φυτρώσει οπουδήποτε. Όπως συμβαίνει και με όλες τις ηρωίδες των Νταρντέν, έτσι και η Λόρνα είναι κατά κάποιο τρόπο μια πολεμίστρια. Έχει κουρεμένα τα μαλλιά της κοντά, σαν να θέλει να καταργήσει τη θηλυκότητά της. Δουλεύει σκληρά και συντηρεί όχι μόνο τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά και τον ανήμπορο σύζυγό της. Περνάει τις μέρες της φορώντας στολή εργασίας, έχοντας στο μυαλό της ως έξοδο κινδύνου την προοπτική του να κάνει μια μέρα τη δική της επιχείρηση. Είναι μετανάστρια, αλλά μιλάει απταίστως τη γλώσσα της χώρας που τη φιλοξενεί (όσο κι αν μιλάει στη μητρική της γλώσσα στον άνθρωπο που αγαπάει). Έτσι απασχολεί το σώμα και το πνεύμα της. Το σώμα της, όμως, μπορεί να γίνει ένα προϊόν. Στον καπιταλιστικό, «ανεπτυγμένο» κόσμο, το σώμα ενός ανθρώπου γίνεται κιβώτιο: ό,τι και να περιέχει, πωλείται και εξαγοράζεται με τρόπο υπόγειο. Η Λόρνα γίνεται αναλώσιμη, αλλά θέλει να γίνει αιώνια.
Και γίνεται αιώνια, μέσα στο σύμπαν που χτίζουν οι δύο αδερφοί από το Βέλγιο. Η Λόρνα γίνεται πια ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ο κινηματογράφος των αδερφών Νταρντέν, καθαρά ανθρωποκεντρικός, δεν είναι απλώς ένας κινηματογράφος των ηθικών διλημμάτων. Οι σκηνοθέτες δεν μιλούν απλώς για μια κοινωνία που σπάει τους κώδικες της ηθικής της. Συλλαμβάνουν εικόνες ενός κόσμου που έχει προ πολλού ξεχάσει το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ένας κόσμος α-ήθης, κι όχι ανήθικος. Οι άνθρωποι είναι ικανοί και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και ενώ ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν το πρώτο, επιλέγουν στο τέλος το δεύτερο. Κανείς δεν είναι γνήσια κακός ή γνήσια καλός -αλλά σημασία έχει το να διαλέξεις πλευρά. Η Λόρνα, παγιδευμένη ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά, δε διαλέγει. Αισθάνεται πιόνι στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου παιχνιδιού. Γι΄αυτό και όταν αποφασίζει να ξεφύγει από αυτό, παίρνει ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Στρέφεται μέσα της, στην κοιλιά της, και μαζί στρέφεται σε μια άγνωστη δύναμη μακριά από αυτήν, στον ουρανό, σαν να περιμένει έναν από μηχανής θεό που έτσι κι αλλιώς εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να δούμε.
Αυτό το κομμάτι που δεν μπορούμε να δούμε, αυτό μεταφράζουν οι σκηνοθέτες στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αν ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει ένας καθρέφτης που αντανακλά την κοινωνία, οι αδερφοί από το Βέλγιο έχουν βρει τον τρόπο να το κάνουν αυτό, καθρεφτίζοντας μαζί και τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής. Οι ήρωές τους, σκληροί εξαιτίας του κοινωνικού τους περιγύρου, γίνονται λείες επιφάνειες, καθρέφτες όπου μπορούμε και εμείς να δούμε το παραμορφωμένο μας πρόσωπο. Και ας μην μπορούμε να αρθρώσουμε κουβέντα. Καμιά φορά είναι ο ήχος της σιωπής που ακούγεται δυνατότερα.
Η έξοδος της στις αίθουσες έχει προγραμματιστεί για τις 11.12.2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου